- λασιώτις
- λασιῶτις, -ιδος, ἡ (Α)(για περιοχή) κατάφυτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κατάλ. -ῶτις (πρβλ. δενδρ-ώτις, ηπειρ-ώτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λασιώτιδος — λασιῶτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek